Παράνομες οι μονομερείς αυξήσεις ασφαλίστρων

 

Απόφαση 159/16 Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών: άκυρες & καταχρηστικές οι μονομερείς αυξήσεις ασφαλίστρων από ασφαλιστικές εταιρείες – ποιά τα δικαιώματα των ασφαλισμένων

Με μία ακόμα δικαστική απόφαση που εκδόθηκε για λογαριασμό πελατών της Lex Fortis καταδικάστηκε η πρακτική ασφαλιστικών εταιριών να αυξάνουν μονομερώς τα ασφάλιστρα των ασφαλισμένων τους. Η πρακτική αυτή, γνωστή ήδη εδώ και δεκαετίες έχει φέρει πολλούς ασφαλισμένους σε απόγνωση, αφού τα ασφάλιστρα που καλούνται να πληρώσουν αυξάνονται ραγδαία και η καταβολή τους γίνεται πλέον αδύνατη.

Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ

Σε όλα τα παλαιά ασφαλιστικά συμβόλαια, κυρίως σε αυτά που αφορούν σε ιατρική και νοσοκομειακή περίθαλψη, υπάρχει όρος σύμφωνα με τον οποίο η ασφαλιστική εταιρία έχει τη δυνατότητα να αναπροσαρμόζει τα ασφάλιστρα μονομερώς κάθε χρόνο. Ο όρος αυτός παρουσιάζεται με διάφορες παραλλαγές, είτε δηλαδή παντελώς αόριστα ως δικαίωμα που έχει από το συμβόλαιο η ασφαλιστική εταιρία είτε και διανθισμένος με διάφορες, επίσης αόριστες, αιτιολογίες (π.χ. ότι τα ασφάλιστρα μπορούν να αυξάνονται ανάλογα με την τεχνολογική εξέλιξη ή το κόστος των ιατρικών δαπανών, είτε την οικονομική κατάσταση της εταιρίας κτλ.).

Με τη χρήση του όρου αυτού, ασφαλιστικές εταιρίες και μάλιστα μεγάλες, προέβαιναν σε συνεχείς ετήσιες αυξήσεις των ασφαλίστρων κατά ποσοστά που υπερέβαιναν κατά πολύ τόσο το γενικό δείκτη καταναλωτή όσο και τον υποδείκτη «Υγεία» και που συχνά ξεπερνούσαν ακόμα και το 20% επί του ασφαλίστρου του προηγούμενου έτους. Όπως προκύπτει από συγκριτικά στοιχεία, κάποιες ασφαλιστικές εταιρίες επέβαλαν αυξήσεις κατά την τελευταία εικοσαετία σε ποσοστό κατά μέσο όρο άνω του 10% ετησίως.

Γιατί δέχονται την πρακτική αυτή οι καταναλωτές;

Ο μέσος καταναλωτής, εν προκειμένω o ασφαλισμένος, δεν αντιδρά καθόλου στην πολιτική αυτή, αλλά αποδέχεται αδιαμαρτύρητα είτε την επιβολή υπερβολικών αυξήσεων τις οποίες και καταβάλλει, είτε τον εξαναγκασμό του σε ακύρωση της ασφαλιστικής σύμβασής του.

Οι λόγοι είναι τρεις:

1.Η άγνοια. Ο μέσος ασφαλισμένος θεωρεί ότι από τη στιγμή που στο συμβόλαιο υπάρχει όρος που δίνει τη δυνατότητα στην ασφαλιστική εταιρία να αυξάνει μονομερώς τα ασφάλιστρα, ο όρος αυτός είναι νόμιμος και συνεπώς είναι νόμιμες και οι αυξήσεις που του επιβάλλονται. Αυτό άλλωστε του μεταφέρεται και από τις ασφαλιστικές εταιρίες: «Αφού υπέγραψες το συμβόλαιο και γνώριζες ότι η ασφαλιστική εταιρία έχει το δικαίωμα να αυξάνει τα ασφάλιστρα, δεν μπορείς τώρα να διαμαρτύρεσαι για αυτό». Όπως κατωτέρω θα αναλυθεί, ο όρος αυτός είναι παράνομος, καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος.

2.Ο φόβος καταγγελίας της σύμβασης από την πλευρά της ασφαλιστικής εταιρίας και συνακόλουθα η απώλεια των χρημάτων που καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της σύμβασης αυτής.

Άρνηση του ασφαλισμένου να καταβάλει τα ασφάλιστρα, συνεπάγεται δικαίωμα της ασφαλιστικής εταιρίας να καταγγείλει νομίμως τη σύμβαση. Καταγγελία της σύμβασης οδηγεί σε δικαιολογημένη άρνηση της ασφαλιστικής εταιρίας να καλύψει τον κίνδυνο που επέρχεται μετά την καταγγελία.

  1. αδυναμία εύρεσης άλλης ασφαλιστικής σύμβασης (ειδικά για τους ασφαλισμένους άνω των 67 ετών).

Για όλους τους ανωτέρω λόγους, οι ασφαλισμένοι πληρώνουν ό,τι τους ζητείται από τις ασφαλιστικές εταιρίες, ενώ όταν δεν έχουν πια τη δυνατότητα αυτή, εγκαταλείπουν τα συμβόλαιά τους.

Η 159/2016 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ (ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ)

Η Lex Fortis προσέφυγε στα δικαστήρια για λογαριασμό πελατών της ασφαλισμένων σε μεγάλες ασφαλιστικές εταιρείες και πέτυχε μια σημαντική απόφαση. Η απόφαση αυτή δίνει στον καταναλωτή ένα ακόμα σημαντικό όπλο προκειμένου να αντισταθεί στις παράλογες απαιτήσεις ασφαλιστικών εταιριών.

Ειδικότερα:

Η προσφυγή στη δικαιοσύνη είναι δυστυχώς ιδιαίτερα χρονοβόρα. Μία αγωγή μπορεί να συζητηθεί δύο ή και τρία χρόνια μετά την κατάθεσή της, ενώ κατά της απόφασης που θα εκδώσει το δικαστήριο, είναι πολύ πιθανόν να ασκηθεί έφεση. Προκειμένου η αγωγή του καταναλωτή να τελεσιδικήσει (δηλαδή να δικαστεί και να εκδοθεί απόφαση μετά την άσκηση έφεσης) υπάρχει περίπτωση να περάσουν μέχρι και πέντε χρόνια. Κατά το διάστημα αυτό, ο καταναλωτής είναι υποχρεωμένος να καταβάλει τα υπέρογκα ασφάλιστρα που απαιτούν οι ασφαλιστικές εταιρίες, ειδάλλως η σύμβασή του θα καταγγελθεί και θα μείνει ανασφάλιστος.

Το πρόβλημα αυτό ήρθε να λύσει το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών το οποίο, σε υπόθεση της Lex Fortis, αποφάσισε τα εξής:

  • Έκρινε ότι ο συγκεκριμένος Γενικός Όρος Συναλλαγών είναι καταχρηστικός.
  •  Εκρινε ότι οι αυξήσεις που έγιναν δυνάμει του συγκεκριμένου όρου είναι καταχρηστικές.
  •  Ερμήνευσε την ασφαλιστική σύμβαση και προσδιόρισε προσωρινά το ασφάλιστρο που οι ασφαλισμένοι θα έπρεπε να καταβάλλουν σε ποσό περίπου 50% του ασφαλίστρου που ζητούσε από τους ασφαλισμένους η ασφαλιστική εταιρία.
  •  Απαγόρευσε στην ασφαλιστική εταιρία να καταγγείλει τις συμβάσεις των ασφαλισμένων μέχρι την έκδοση απόφασης επί της αγωγής τους υπό τον όρο ότι αυτοί  θα καταβάλλουν το μειωμένο ασφάλιστρο που κατά τα ανωτέρω προσδιορίστηκε.

Με την απόφασή του αυτή, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, εξασφάλισε στους ασφαλισμένους που προσέφυγαν σε αυτό ότι η ασφαλιστική τους κάλυψη θα είναι ισχυρή έναντι ασφαλίστρου πολύ μειωμένου.

Η υπόθεση, βέβαια, θα κριθεί ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της σχετικής αγωγής. Το δικαστήριο αυτό θα κρίνει οριστικά επί των ισχυρισμών των ασφαλισμένων αλλά και επί του συνόλου των αιτημάτων τους, μεταξύ των οποίων είναι και η επιστροφή μέρους των χρημάτων που έχουν καταβάλει αλλά και η ικανοποίηση της ηθικής βλάβης τους.

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Η ελληνική δικαιοσύνη έχει κατά πάγιο τρόπο καταδικάσει την πρακτική αυτή ασφαλιστικών εταιριών, κρίνοντας ότι ο όρος περί μονομερούς αύξησης των ασφαλίστρων είναι άκυρος και καταχρηστικός καθώς και οι αυξήσεις που επιβάλλονται δυνάμει αυτού. Μετά από καταγγελίες τόσο ιδιωτών όσο και ενώσεων καταναλωτών έχει επιβάλει πρόστιμα σε ασφαλιστικές εταιρίες, επειδή έκαναν χρήση παρόμοιου όρου.

Σύμφωνα με το παγιωμένο πλέον σκεπτικό των αποφάσεων, ο καταναλωτής πρέπει, κατά την υπογραφή της σύμβασης, να γνωρίζει τι είναι αυτό που θα κληθεί να πληρώσει την επόμενη χρονιά, τη μεθεπόμενη κ.ο.κ. και γενικά ποια είναι τα ασφάλιστρα που θα κληθεί να καταβάλει στο μέλλον, ώστε νε μπορεί να εκτιμήσει αν η οικονομική δυνατότητά του του επιτρέπει να προχωρήσει στην υπογραφή της σύμβασης και αν αυτή η σύμβαση είναι εν τέλει συμφέρουσα για εκείνον. Ακόμα και στην περίπτωση που ο προσδιορισμός των ασφαλίστρων (ή καλύτερη του ποσοστού της αύξησης αυτών) δεν είναι δυνατόν να γίνει εκ των προτέρων, τα ελληνικά δικαστήρια έκριναν ότι θα πρέπει στη σύμβαση να αναφέρονται με σαφήνεια και κατά τρόπο απόλυτα συγκεκριμένο εκείνοι οι παράγοντες με βάση τους οποίους θα συντελεστούν οι αυξήσεις. Ελλείψει των προϋποθέσεων αυτών, οι αυξήσεις στα ασφάλιστρα στις οποίες προβαίνει μία ασφαλιστική εταιρία είναι καταχρηστικές.

Τα ελληνικά δικαστήρια, άλλωστε, κρίνοντας κατά τον προαναφερόμενο τρόπο τον επίμαχο όρο έχουν:

-υποχρεώσει τις ασφαλιστικές εταιρίες να μην εφαρμόζουν τον όρο αυτό.

– προβεί σε ερμηνεία της σύμβασης προσδιορίζοντας με άλλα κριτήρια το ασφάλιστρο που πρέπει να καταβάλει ο ασφαλισμένος, μειώνοντας αυτό ακόμα και περισσότερο από 50%

-υποχρεώσει ασφαλιστικές εταιρίες να επιστρέψουν σε ασφαλισμένους χρήματα που αντιστοιχούν σε παράνομες, καταχρηστικές και συνεπώς άκυρες αυξήσεις.

Στη συντριπτική πλειοψηφία τους, όσοι καταναλωτές αποφάσισαν να καταφύγουν στη δικαιοσύνη, έχουν είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο δικαιωθεί.

ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

Με το Ν. 2251/1994 θεσπίστηκε το πλαίσιο προστασίας του καταναλωτή έναντι πρακτικών παράνομων και καταχρηστικών. Μεταξύ των προβλέψεων του ως άνω νόμου ορίζονται και τα εξής:

-Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 5: «Κατά την ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας του καταναλωτικού κοινού. Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν μονομερώς από τον προμηθευτή ή από τρίτο για λογαριασμό του προμηθευτή, σε περίπτωση αμφιβολίας ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή

-Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6: «Γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι

-Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 7: «Σε κάθε περίπτωση καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που … ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, ο οποίος να αναφέρεται στη σύμβαση … ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή.»

Ο όρος με τον οποίο η ασφαλιστική εταιρία έχει δικαίωμα να αυξάνει μονομερώς τα ασφάλιστρα, είναι κατ’ αρχάς ένας όρος που έχει διατυπωθεί εκ των προτέρων από τον προμηθευτή (ασφαλιστική εταιρία) για μελλοντικές συμβάσεις και συνεπώς είναι ένας Γενικός Όρος Συναλλαγών κατά την έννοια του Ν. 2251/1994. Ως τέτοιος, υπάγεται στις ρυθμίσεις του νόμου και συνακόλουθα στους περιορισμούς αυτού.

Περαιτέρω, ο εν λόγω όρος αφενός επιφυλάσσει στον προμηθευτή δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο που αναφέρεται στη σύμβαση, αφετέρου αφήνει το τίμημα (δηλαδή το ασφάλιστρο) αόριστο αφού ο καταναλωτής δεν είναι σε θέση ούτε να γνωρίζει ούτε όμως και να μπορεί να υπολογίσει πόσο θα του κοστίσει η ασφάλεια τον επόμενο, το μεθεπόμενο και τα μετέπειτα αυτών χρόνια. Ο εν λόγω γενικός όρος συναλλαγών, οδηγεί ασφαλώς σε σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή.

Κατόπιν τούτων, είναι προφανές ότι ο εν λόγω Γενικός Όρος Συναλλαγών είναι παράνομος, καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος. Οι αυξήσεις, συνεπώς, που επιβάλλονται δυνάμει του γενικού όρου συναλλαγής αυτού, είναι επίσης καταχρηστικές.

Συντάκτης: Αντώνης Μανώλας, Partner