You are currently viewing η δικαιοσύνη δεν πρέπει μόνο να απονέμεται, θα πρέπει και να φαίνεται ότι απονέμεται

η δικαιοσύνη δεν πρέπει μόνο να απονέμεται, θα πρέπει και να φαίνεται ότι απονέμεται

Με βάση το σκεπτικό της απόφασης στην υπόθεση MORICE  (Γάλλος Δικηγόρος) κατά του ΓΑΛΛΙΚΟΥ Κράτους του ΕYΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΣTΗΡΙΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, πόσο κοντά στην σύγχρονη ευρωπαϊκή (νομική) πραγματικότητα βρίσκεται η χώρα μας;

Η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί ένα από τα βασικά θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας και μία από τις βασικές προϋποθέσεις για την πρόοδο της,  αλλά και για την ολοκλήρωση του ατόμου.Η ελευθερία της έκφρασης εφαρμόζεται όχι μόνο σε “πληροφορίες” ή “ιδέες” οι οποίες γίνονται ευμενώς αποδεκτές ή θεωρούνται αβλαβείς ή αδιάφορες, αλλά και ΑΚΟΜΗ σε εκείνες που προσβάλλουν, σοκάρουν ή ενοχλούν. Αυτές είναι οι απαιτήσεις του πλουραλισμού, της ανεκτικότητας και της ευρύτητας του πνεύματος, χωρίς τις οποίες δεν υπάρχει “δημοκρατική κοινωνία”. Η ελευθερία αυτή υπόκειται σε εξαιρέσεις, οι οποίες πρέπει, ωστόσο, να ερμηνεύονται στενά και η ανάγκη κάθε περιορισμού της πρέπει να θεμελιώνεται πειστικά.

Το δικαστικό σώμα, ως εγγυητής της δικαιοσύνης, η οποία αποτελεί θεμελιώδη αξία σε ένα κράτος δικαίου, οφείλει να χαίρει της εμπιστοσύνης του κοινού, εάν επιθυμεί να είναι επιτυχές κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Επομένως, είναι αναγκαίο να προστατευθεί αυτή η εμπιστοσύνη έναντι επιζήμιων αλλά και αβάσιμων επιθέσεων που μπορεί να δεχθεί αυτό, αν μάλιστα λάβουμε υπ’ όψιν ότι το τελευταίο δεν έχει την δυνατότητα της απάντησης (λόγω του καθήκοντος της διακριτικότητας-δηλαδή της μη απάντησης, στο οποίο υποχρεώνεται κατά τον νόμο).

Η φράση «αυθεντία της δικαστικής εξουσίας» περιλαμβάνει, ιδίως, την αντίληψη ότι τα δικαστήρια θεωρούνται από το ευρύ κοινό ως ο κατάλληλος θεσμός για την επίλυση των νομικών διαφορών και για τη διαπίστωση της ενοχής ή της αθωότητας ενός προσώπου για κάποιο αδίκημα. Περαιτέρω, η  φράση αυτή περιλαμβάνει την αντίληψη ότι το ευρύ κοινό σέβεται και εμπιστεύεται την ικανότητα των δικαστηρίων να εκπληρώσουν αυτή τη λειτουργία.

Αυτό που διακυβεύεται είναι η εμπιστοσύνη που θα πρέπει να εμπνέουν τα δικαστήρια σε μια δημοκρατική κοινωνία, όχι μόνο στους κατηγορουμένους, αλλά και στο ευρύ κοινό  Έτσι, οποιοσδήποτε δικαστής για τον οποίο υπάρχει νόμιμος λόγος ανησυχίας σχετικά με την έλλειψη αμεροληψίας του, πρέπει να εξαιρείται. Περαιτέρω, έχοντας κατά νου ότι οι δικαστές αποτελούν μέρος ενός θεμελιώδους θεσμικού οργάνου του κράτους μέλους, μπορούν-και πρέπει- να υπόκεινται σε προσωπική κριτική και όχι μόνο με ένα θεωρητικό και γενικό τρόπο.

Στους δικηγόρους τώρα, το ειδικό καθεστώς τους, δίνει σε αυτούς κεντρική θέση στην απονομή της δικαιοσύνης, καθώς λειτουργούν ως ενδιάμεσοι θεσμοί μεταξύ του κοινού και των δικαστηρίων. Ως εκ τούτου, διαδραματίζουν βασικό ρόλο στο να διασφαλίσουν ότι τα δικαστήρια απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης του κοινού.

Ωστόσο, για να έχει το κοινό εμπιστοσύνη στην απονομή της δικαιοσύνης θα πρέπει να έχει παράλληλα εμπιστοσύνη στην ικανότητα του νομικού επαγγέλματος να προσφέρει αποτελεσματική αντιπροσώπευση ενώπιον των δικαστηρίων. Ο ειδικός ρόλος των δικηγόρων, ως ελεύθερων επαγγελματιών, κατά την απονομή της δικαιοσύνης, συνεπάγεται μια σειρά από καθήκοντα, ιδίως όσον αφορά τη συμπεριφορά τους. Παρόλο που υπόκεινται σε περιορισμούς όσον αφορά την επαγγελματική τους συμπεριφορά, η οποία πρέπει να είναι διακριτική, έντιμη και αξιοπρεπής, απολαμβάνουν επίσης τα αποκλειστικά δικαιώματα και τα προνόμια που μπορεί να ποικίλουν από τη μία δικαιοδοσία στην άλλη, συνήθως, όσον αφορά κάποια περιθώρια χειρισμών σχετικά με τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται στο δικαστήριο.  Κατά συνέπεια, η ελευθερία της έκφρασης ισχύει και για τους δικηγόρους. Περιλαμβάνει όχι μόνο την ουσία των ιδεών και των πληροφοριών που εκφράζονται, αλλά και την μορφή με την οποία μεταφέρονται.

Οι δικηγόροι έχουν επομένως το δικαίωμα να σχολιάζουν δημόσια την απονομή της δικαιοσύνης, με την προϋπόθεση ότι η κριτική τους δεν  υπερβαίνει συγκεκριμένα όρια. Τα όρια καθορίζονται από τους συνήθεις περιορισμούς που αφορούν τη συμπεριφορά των μελών του δικηγορικού τους συλλόγου, όπως αυτοί αντικατοπτρίζονται στις δέκα βασικές αρχές που καθορίζονται από το CCBE (Council  of Bars & Law Societies of Europe) για τους Ευρωπαίους δικηγόρους, με ιδιαίτερη αναφορά στην «αξιοπρέπεια», «τιμή» και «ακεραιότητα» και στον «σεβασμό για την δίκαιη απονομή της δικαιοσύνης». Οι κανόνες αυτοί συμβάλλουν στην προστασία της δικαστικής εξουσίας από αδικαιολόγητες και αβάσιμες επιθέσεις, οι οποίες μπορεί να καθοδηγούνται από ορισμένη στρατηγική, με την οποία επιδιώκεται να προβληθεί η υπόθεση στα μέσα ενημέρωσης ή να διευθετηθεί το αποτέλεσμα με τους δικαστές που χειρίζονται τη συγκεκριμένη υπόθεση.

Tο ζήτημα της ελευθερίας της έκφρασης σχετίζεται με την ανεξαρτησία του δικηγορικού επαγγέλματος, η οποία είναι επίσης ζωτικής σημασίας για την αποτελεσματική λειτουργία της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης του συνηγόρου υπεράσπισης μπορεί να γίνει δεκτός σε μια δημοκρατική κοινωνία. 

Πρέπει, ωστόσο, να γίνει διάκριση ανάλογα με το αν ο δικηγόρος εκφράζει τις απόψεις του στο δικαστήριο ή αλλού. Όσον αφορά το ζήτημα της «συμπεριφοράς στην αίθουσα του δικαστηρίου» το δικαίωμα του πελάτη του για δίκαιη δίκη συνηγορεί υπέρ μιας ελεύθερης και ακόμη και μίας έντονης ανταλλαγής επιχειρημάτων μεταξύ των διαδίκων. Οι δικηγόροι έχουν το καθήκον να «υπερασπιστούν τα συμφέροντα των πελατών τους με ζήλο», πράγμα που σημαίνει ότι μερικές φορές πρέπει και να εναντιωθούν για την συμπεριφορά του δικαστηρίου.  Έτσι, ένας εισαγγελέας, ο οποίος αποτελεί «μέρος» της διαδικασίας, θα πρέπει να «ανέχεται πολύ έντονη κριτική από τον συνήγορο υπεράσπισης», έστω και αν ορισμένοι από τους όρους που χρησιμοποιούνται δεν είναι κατάλληλοι, εφόσον βέβαια δεν αφορούν τις γενικές επαγγελματικές ή άλλες ιδιότητές του εισαγγελέα.  Όσον αφορά τώρα τα σχόλια που γίνονται έξω από την αίθουσα του δικαστηρίου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τονίζει ότι η υπεράσπιση ενός πελάτη μπορεί να επιδιωχθεί και μέσω της εμφάνισης του συνηγόρου του στην τηλεόραση ή με μία δήλωση στον Τύπο, και με αυτό τον τρόπο, ο συνήγορος μπορεί να ενημερώσει το κοινό σχετικά με τις ελλείψεις που ενδέχεται να υπονομεύσουν την διαδικασία. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θεωρεί ότι ο δικηγόρος δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για ό,τι δημοσιεύεται με τη μορφή μιας «συνέντευξης», ιδίως όταν ο Τύπος έχει επιμεληθεί τις δηλώσεις. Ομοίως, σε περίπτωση που μια υπόθεση καλύπτεται ευρέως από τα μέσα ενημέρωσης, λόγω της σοβαρότητάς της και των ατόμων που πιθανόν να εμπλέκονται, ένας δικηγόρος δεν μπορεί να τιμωρηθεί για την παραβίαση του απορρήτου της δικαστικής έρευνας, όταν προβαίνει απλώς στη διατύπωση προσωπικών σχολίων για πληροφορίες που είναι ήδη γνωστές στους δημοσιογράφους και τις οποίες προτίθενται οι τελευταίοι να τις αναφέρουν, με ή χωρίς τα σχόλια του δικηγόρου. Παρ’ όλα αυτά, όταν προβαίνει σε δημόσιες δηλώσεις, ο δικηγόρος δεν εξαιρείται από το καθήκον να επιδείξει συνετή συμπεριφορά αναφορικά με το απόρρητο της εκκρεμούσας δικαστικής έρευνας.

 Ας αναρωτηθούμε λοιπόν, με βάση τις καίριες αυτές επισημάνσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου τι από όλα τα παραπάνω τηρείται από τους δικαστές, τους δικηγόρους, τον Τύπο αλλά και το κοινό στην ελληνική – πάντα ζοφερά συναρπαστική- πραγματικότητα, ώστε μια δίκη να μην είναι μόνο δίκαιη αλλά και να φαίνεται οτι είναι δίκαιη…

Αγγελος Λάμπρου, Partner