Σε προηγούμενο άρθρο μας αναφερθήκαμε, μεταξύ άλλων, και στην συναίνεση του ασθενή, όταν πρόκειται να επιχειρηθεί ιατρική πράξη στο σώμα και την υγεία του.
Επειδή δεχθήκαμε πλήθος ερωτημάτων, δεδομένου οτι, όπως είναι αντιληπτό, το ζήτημα έχει τεράστια σημασία, τόσο για τον ιατρό όσο και για τον ασθενή, θα συνεχίσουμε την νομική μας περιήγηση στο θέμα αυτό, απαντώντας σε υποθετικές ερωτήσεις που εμείς δημιουργήσαμε, κατά την πάγια τακτική μας, όταν παραθέτουμε άρθρα μας σε μη νομικούς, ώστε να γινόμαστε απόλυτα κατανοητοί, αποφεύγοντας τη δυσνόητη και αυστηρή (όπως σε όλες τις επιστήμες, άλλωστε) νομική γλώσσα:
1.Ποιός φέρει το βάρος της απόδειξης οτι χορηγήθηκε η συναίνεση του ασθενή;
Ο ιατρός. Αυτός είναι που πρέπει να αποδείξει οτι προχώρησε στην ιατρική πράξη, αφού έλαβε την συναίνεση του ασθενούς. Το πώς ακριβώς μπορεί να χορηγείται η συναίνεση του ασθενή, θα το εξετάσουμε σε επόμενο άρθρο μας.
2.Αν δεν δοθεί συναίνεση από τον ασθενή και ο ιατρός προχωρήσει στην ιατρική πράξη, ποιές οι συνέπειες για τον ιατρό;
Η ιατρική πράξη είναι παράνομη και ο ιατρός φέρει αστική ευθύνη. Συνεπώς, η συναίνεση του ασθενή έχει πολύ μεγάλη νομική αλλά και ουσιαστική σημασία.
3.Νομικά, τι είναι η συναίνεση του ασθενούς, ποιά είναι η νομική φύση της;
Η συναίνεση δεν έχει σχέση με την δικαιοπρακτική ικανότητα του ασθενή, ούτε αποτελεί δικαοπραξία. Δεν είναι, με λίγα λόγια, συμφωνία του ιατρού με τον ασθενή, δεν είναι σύμβαση μαζί του. Είναι ένα πραγματικό γεγονός με το οποίο ο ασθενής δηλώνει στον ιατρό του οτι μπορεί να διαθέτει το σώμα του κατά την βούληση του και νομιμοποιεί τον ιατρό να επιτελέσει επ’ αυτού (του σώματος) την ενδεδειγμένη ιατρική πράξη.
4.Για να είναι ισχυρή η συναίνεση, τι απαιτείται να έχει ο ασθενής;
Να έχει την ικανότητα να κατανοεί τα πράγματα-να έχει αντίληψη των πραττομένων, τόσο κατά την στιγμή που χορηγεί την συναίνεση του, γραπτά ή και προφορικά, όσο και κατά την διενέργεια της ιατρικής πράξης.
5.Οταν υπάρχει ανήλικος ασθενής, ποιός δικαιούται να χορηγήσει τη συναίνεση;
Οι νόμιμοι εκπρόσωποι του ανηλίκου. Νομικά, νόμιμοι εκπρόσωποι του ανηλίκου είναι αυτοί που ασκούν την γονική μέριμνα ή έχουν την επιμέλεια του ανηλίκου.
6.Τι σημαίνει γονική μέριμνα και τι επιμέλεια;
Πράγματι, πρέπει να γίνει μια σύντομη ανάλυση των δύο εννοιών, γιατί οι μη νομικοί γνωρίζουν συνήθως μόνο την έννοια “επιμέλεια” ή θεωρούν οτι γονική μέριμνα και επιμέλεια είναι ένα και το αυτό.
Γονική μέριμνα είναι η προστασία του συνόλου των προσωπικών και περιουσιακών δικαιωμάτων των ανηλίκων τέκνων και αποτελεί ταυτόχρονα δικαίωμα και υποχρέωση και των δύο γονέων.
Επιμέλεια είναι ειδικότερη περίπτωση/τμήμα της γονικής μέριμνας (η επιμέλεια δηλαδή περιλαμβάνεται μέσα στην γονική μέριμνα, όπως και η διοίκηση της περιουσίας και η εκπροσώπηση του ανήλικου). Η επιμέλεια είναι η φροντίδα για την καθημερινή ανατροφή, την εκπαίδευση, τον τόπο διαμονής κλπ. Η επιμέλεια ανατίθεται σε ένα από τους δύο γονείς. Παραδείγματος χάριν, σε ένα τυπικό συναινετικό διαζύγιο, η γονική μέριμνα ανήκει και στον πατέρα και την μητέρα, αλλά η επιμέλεια συμφωνείται να ανατεθεί στην μητέρα (το παιδί κατοικεί μαζί με την μητέρα, η οποία φροντίζει την καθημερινότητα του παιδιού κλπ)
7.Ανήλικος ηλικίας 17 ετών μπορεί να συναινέσει έγκυρα σε ιατρική πράξη, χωρίς την παρουσία των νομίμων εκπροσώπων του;
Ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας είναι σαφής αλλά και “σκληρός”: η συναίνεση σε ιατρική πράξη σε ανήλικο ασθενή δίδεται από αυτούς που ασκούν τη γονική μέριμνα ή έχουν την επιμέλεια του ανηλίκου. Και όταν ο νόμος μιλά για ανήλικο, εννοεί οποιονδήποτε μέχρι να συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του.
8.Τι γίνεται σε περίπτωση που η γονική μέριμνα δεν ασκείται από τους δυο γονείς από κοινού;
Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις οπου οι γονείς βρίσκονται σε διάσταση ή είναι διαζευγμένοι ή ο ένας γονέας ασκεί μέρος της γονικής μέριμνας αλλά η επιμέλεια έχει ανατεθεί σε τρίτο. Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, η συναίνεση πρέπει να δίδεται από το πρόσωπο που ασκεί την επιμέλεια. Οι σοβαρές όμως ιατρικές πράξεις περιλαμβάνονται στην γονική μέριμνα και πρέπει να συναποφασίζονται από τους δυο γονείς από κοινού, ανεξάρτητα από το αν ο ένας ασκεί την επιμέλεια.
9.Τι γίνεται σε συνήθεις ιατρικές πράξεις σε ανήλικο αλλά με επείγοντα χαρακτήρα;
Σε αυτές μπορεί και μόνος ο γονέας που ασκεί την επιμέλεια να δώσει την συγκατάθεση του. Τέτοια περίπτωση είναι και η εξέταση του ανηλίκου από τον παιδίατρο.
10. γνώμη του ανηλίκου δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν;
Ναι. Η γνώμη του ανηλίκου εφόσον έχει ηλικιακή, πνευματική και συναισθηματική ωριμότητα να κατανοήσει την κατάσταση της υγείας του λαμβάνεται υπ’ όψιν. Ο νόμος περιορίζει τον ανήλικο όμως μόνο στην έκφραση της γνώμης του.
Σύμφωνα με τον νόμο, ακόμα και ένας ώριμος ανήλικος (17 ετών) δεν μπορεί να αποφασίσει μόνος του ούτε για τα καθημερινά ιατρικά του θέματα (π.χ. τα οδοντιατρικά του) ενώ, για πολλά άλλα θέματα επίσης της καθημερινότητας του, μπορεί να αποφασίζει μόνος του.
11.Μια 17χρονη κοπέλα μπορεί να αποφασίσει μόνη της άμβλωση ή λήψη αντισυλληπτικών χαπιών;
Οχι, σύμφωνα με τα παραπάνω. Και, ενδεχομένως, αυτός ο περιορισμός, που αφορά στον γενετήσιο βίο ενός ανθρώπου να χαρακτηρίζεται μέχρι και υπερβολικός.
Από την άλλη, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν οτι δεν επιτρέπεται να γίνει άμβλωση σε ανήλικη έγκυο χωρίς την συναίνεση της. Και αυτό, γιατί το δικαίωμα της επί του τέκνου της είναι απόλυτο (ανήκει δηλαδή μόνο σε εκείνη).
12.οι μεταμοσχεύσεις, οι μέθοδοι ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, οι επεμβάσεις αλλαγής ή αποκαταστάσεως φύλου, και οι αισθητικές ή κοσμητικές επεμβάσεις πώς μπορούν να γινουν σε ανήλικο;
Σύμφωνα με τον νόμο,αυτές είναι οι λεγόμενες “ειδικές επεμβάσεις του άρθρου 11 παρ.3 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας. Και στις περιπτώσεις αυτές, απαιτείται πάντοτε τη συναίνεση των προσώπων που ασκούν τη γονική μέριμνα του ανηλίκου.
Τα νομικά δεν είναι “άσπρο ή μαύρο”. Υπάρχουν πολλά θέματα που πρέπει να εξετάσει κανείς και πάντα παίζει ρόλο η κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Η νομική επιστήμη προσπαθεί να ερμηνεύσει την κοινωνική συμπεριφορά, σύμφωνα με τις ιδιαίτερες περιπτώσεις της, κάτω από ένα γενικό κανόνα, τον νόμο.
Επισημαίνουμε πάντοτε ότι οι νομικές αυτές πληροφορίες δεν πρέπει να οδηγήσουν τον ιατρό σε ακραίες συμπεριφορές, όπως να αναζητά συνεχώς δικηγόρο ή π.χ. να ζητά από τους γονείς δηλώσεις οτι ασκούν την γονική μέριμνα κλπ. Δεν χρειάζεται τίποτε από όλα αυτά. Μια βασική πρόληψη είναι αρκετή: o ιατρός να ζητά από τον νεαρό ασθενή την αστυνομική του ταυτότητα και όταν διαπιστώνει οτι είναι ανήλικος (μέχρι 18 ετών) να μη προχωρά στην ιατρική πράξη αλλά να ζητά να συνοδεύεται από κάποιον από τους γονείς του την επόμενη φορά. Στην συνέχεια, να εκτελεί την εργασία του με την συνήθη επιστημονική πρακτική και τον επαγγελματισμό του, προς όφελος πάντοτε του ασθενή.
Αγγελος Λάμπρου Μanaging Director – Partner