Προδιατυπωμένος από τράπεζα όρος σε δανειακή σύμβαση, ο οποίος, λόγω αοριστίας και ασάφειας, είναι καταχρηστικός και ως εκ τούτου άκυρος.
Παραβίαση από την τράπεζα της υποχρέωσης σαφήνειας και διαφάνειας των Γενικών Όρων Συναλλαγών ΓΟΣ (τα “ψιλά γράμματα”) που επιτάσσει οι όροι αυτοί να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν, ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτων τη μέση αντίληψη, κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης καταναλωτής, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, ιδίως όσον αφορά στη σχέση παροχής και αντιπαροχής.
Κρίθηκε ότι με την επίμαχη ρήτρα δεν παρουσιάζονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων στη σύμβαση, αφού δεν διατυπώνεται ευκρινώς, ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος, σε ξένο νόμισμα, καθώς, επίσης, και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και των τυχόν άλλων, που προβλέπουν έτερες ρήτρες, σχετικά με την αποδέσμευση και την αποπληρωμή του δανείου, ούτως ώστε ο καταναλωτής και, εν προκειμένω, οι ανακόπτοντες να γνωρίζουν εκ των προτέρων, τις συμβατικές δεσμεύσεις, που ανέλαβαν. Το ότι ο επίμαχος όρος ήταν σαφώς διατυπωμένος από γραμματική άποψη δεν αρκεί για να κριθεί έγκυρος. Η ακυρότητα του όρου αυτού συμπαρασύρει σε ακυρότητα ολόκληρη τη δικαιοπραξία, κατά τη διάταξη του άρθρου 181 ΑΚ, αφού εκτιμάται ότι τα μέρη δε θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία, χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά, αντίθετα, απέβλεπαν σε αυτή, ως ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο.
ΜΠρΑθ (Ασφ.Μ.) 874/2016